„πηγαίος“ πηγαίος [piˈjeos], πηγαία, πηγαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Quell-, spontan Quell- πηγαίος πηγαίος spontan πηγαίος χωρίς πίεση πηγαίος χωρίς πίεση Beispiele πηγαίος κώδικαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Quellcodeαρσενικό | Maskulinum, männlich m πηγαίος κώδικαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ