„περπατώ“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα περπατώ [perpaˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) spazieren gehen, gehen, laufen (zu Fuß) gehen, laufen περπατώ περπατώ spazieren gehen περπατώ κάνω βόλτα περπατώ κάνω βόλτα