περιφρόνηση
[periˈfronisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριφρόνηση καταφρόνησηπεριφρόνηση καταφρόνηση
- Missachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριφρόνηση νόμουπεριφρόνηση νόμου
- Ignorierungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριφρόνηση αδιαφορίαπεριφρόνηση αδιαφορία