περαστικός
[perastiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, περαστική/περαστικιά, περαστικόÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
  -   vorübergehendπεραστικός προσωρινόςπεραστικός προσωρινός
-   vergänglichπεραστικός εφήμεροςπεραστικός εφήμερος
Beispiele
 -    περαστικά (σου/σας)!gute Besserung!περαστικά (σου/σας)!
-    είμαι περαστικόςauf der Durchfahrt seinείμαι περαστικός
