„πεντάδυμα“: πληθυντικός ουδετέρου πεντάδυμα [penˈdaðima]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Fünflinge Fünflingeπληθυντικός | Plural pl πεντάδυμα πεντάδυμα