„πειραματίζομαι“: αποθετικό ρήμα πειραματίζομαι [piramaˈtizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) experimentieren experimentieren πειραματίζομαι πειραματίζομαι