„πεζοπορία“: θηλυκό πεζοπορία [pezopoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Fußmarsch, Walking Fußmarschαρσενικό | Maskulinum, männlich m πεζοπορία πεζοπορία Walkingουδέτερο | Neutrum, sächlich n πεζοπορία αθλητισμός | Sportαθλ πεζοπορία αθλητισμός | Sportαθλ