„παρενοχλώ“: μεταβατικό ρήμα παρενοχλώ [parenoˈxlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) mobben mobben παρενοχλώ παρενοχλώ