παραμόρφωση
[paraˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Entstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραμόρφωση εμφάνισηςVerformungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραμόρφωση εμφάνισηςπαραμόρφωση εμφάνισης
- Vedrehungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραμόρφωση αλήθειαςπαραμόρφωση αλήθειας
- Verzerrungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραμόρφωση ήχουπαραμόρφωση ήχου