„παρακάμπτω“: μεταβατικό ρήμα παρακάμπτω [paraˈkampto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) biegen um, umgehen biegen um παρακάμπτω παρακάμπτω umgehen παρακάμπτω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ παρακάμπτω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ