παραιτούμαι
[pareˈtume]αποθετικό ρήμα | Deponens depÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kündigenπαραιτούμαι εκ μέρους του εργαζομένουπαραιτούμαι εκ μέρους του εργαζομένου
- zurücktreten, abdankenπαραιτούμαι από αξίωμαπαραιτούμαι από αξίωμα
- verzichten (από auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)παραιτούμαι από δικαίωμαπαραιτούμαι από δικαίωμα
- austretenπαραιτούμαι από εκκλησία, κόμμαπαραιτούμαι από εκκλησία, κόμμα