„παρέρχομαι“: αμετάβατο ρήμα παρέρχομαι [paˈrerxome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) dahinschwinden dahinschwinden παρέρχομαι χρόνος παρέρχομαι χρόνος