„παράλια“: πληθυντικός ουδετέρου παράλια [paˈralia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Küste Küsteθηλυκό | Femininum, weiblich f παράλια παράλια