παράδοση
[paˈraðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Übergabeθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση δέματος, χρημάτωνπαράδοση δέματος, χρημάτων
- Abgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση στο ταχυδρομείοπαράδοση στο ταχυδρομείο
- (Ein-)Lieferungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση εμπορεύματοςπαράδοση εμπορεύματος
- Erteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση μαθημάτωνπαράδοση μαθημάτων
- Vorlesungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση στο πανεπιστήμιοπαράδοση στο πανεπιστήμιο
- Überlieferungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση συνήθειες, έθιμαTraditionθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση συνήθειες, έθιμαπαράδοση συνήθειες, έθιμα
- Kapitulationθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράδοση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατπαράδοση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
Beispiele
- παράδοση δέματοςPaketzustellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παράδοση ταχυδρομείουPostzustellungθηλυκό | Femininum, weiblich f