„ουρλιάζω“: αμετάβατο ρήμα ουρλιάζω [urˈʎazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) grölen, brüllen, heulen, brausen grölen ουρλιάζω ουρλιάζω brüllen ουρλιάζω από πόνο ουρλιάζω από πόνο heulen ουρλιάζω σειρήνα, λύκος ουρλιάζω σειρήνα, λύκος brausen ουρλιάζω άνεμος ουρλιάζω άνεμος