„οροφή“: θηλυκό οροφή [oroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Decke Deckeθηλυκό | Femininum, weiblich f οροφή ταβάνι οροφή ταβάνι Beispiele οροφή αυτοκινήτου Autodachουδέτερο | Neutrum, sächlich n οροφή αυτοκινήτου οροφή σκηνής Zeltdachουδέτερο | Neutrum, sächlich n οροφή σκηνής