ορισμένος
[orizˈmenos], ορισμένη, ορισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- festgesetztορισμένος καθορισμένοςορισμένος καθορισμένος
- bestimmtορισμένος συγκεκριμένοςορισμένος συγκεκριμένος
- gewisse, mancheορισμένος πληθυντικός | Pluralplορισμένος πληθυντικός | Pluralpl