„οργανώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα οργανώνομαι [orɣaˈnonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich organisieren sich organisieren οργανώνομαι οργανώνομαι