ομοσπονδιακός
[omosponðiaˈkos], ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- föderativ, Bundes-ομοσπονδιακόςομοσπονδιακός
Beispiele
- Ομοσπονδιακή Δημοκρατίαθηλυκό | Femininum, weiblich f της ΓερμανίαςBundesrepublikθηλυκό | Femininum, weiblich fDeutschland (BRD)
- Ομοσπονδιακή αστυνομίαθηλυκό | Femininum, weiblich f δίωξης του εγκλήματοςBundeskriminalamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ομοσπονδιακή εισαγγελέαςθηλυκό | Femininum, weiblich fBundesanwältinθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen