„ομοιόμορφος“ ομοιόμορφος [omiˈomorfos], ομοιόμορφη, ομοιόμορφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) einheitlich einheitlich ομοιόμορφος ομοιόμορφος