ολοστρόγγυλος
[oloˈstroŋgjilos], ολοστρόγγυλη, ολοστρόγγυλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kugelrundολοστρόγγυλοςολοστρόγγυλος
Beispiele
- ολοστρόγγυλα μάτιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplKulleraugenπληθυντικός | Plural pl