„ολομόναχος“ ολομόναχος [oloˈmonaxos], ολομόναχη, ολομόναχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) mutterseelenallein mutterseelenallein ολομόναχος ολομόναχος