„ολλανδικός“ ολλανδικός [olanðiˈkos], ολλανδική, ολλανδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) holländisch holländisch ολλανδικός ολλανδικός