οκτάωρο
[okˈtaoro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zeitraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m von 8 Stundenοκτάωρο χρονικό διάστημαοκτάωρο χρονικό διάστημα
- Achtstundentagαρσενικό | Maskulinum, männlich mοκτάωρο εργασίαςοκτάωρο εργασίας