οινόπνευμα
[iˈnopnevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (Brenn-)Spiritusαρσενικό | Maskulinum, männlich mοινόπνευμαοινόπνευμα
- Alkoholαρσενικό | Maskulinum, männlich mοινόπνευμα κάθε αλκοολούχο ποτόοινόπνευμα κάθε αλκοολούχο ποτό