οικολόγος
[ikoˈloɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ökologeαρσενικό | Maskulinum, männlich mοικολόγος επιστήμοναςÖkologinθηλυκό | Femininum, weiblich fοικολόγος επιστήμοναςοικολόγος επιστήμονας
- Umweltschützerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fοικολόγος οπαδός του οικολογικού κινήματοςοικολόγος οπαδός του οικολογικού κινήματος