„οικιακά“: πληθυντικός ουδετέρου οικιακά [ikjiaˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Hausfrau Hausfrauθηλυκό | Femininum, weiblich f οικιακά επάγγελμα οικιακά επάγγελμα