ξεσπώ
[ksesˈpo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ασα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ausbrechenξεσπώ πόλεμος, φωτιά, πανικός, επιδημίαξεσπώ πόλεμος, φωτιά, πανικός, επιδημία
- entbrennenξεσπώ διαμάχη, καβγάςξεσπώ διαμάχη, καβγάς
- explodieren, platzen, seine Wut auslassen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)ξεσπώ από οργήξεσπώ από οργή
- abreagierenξεσπώξεσπώ