ξεπερνώ
[kseperˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ασα; -άστηκα; -ασμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- überwindenξεπερνώ υπερνικώξεπερνώ υπερνικώ
- überstehenξεπερνώ αντιμετωπίζωξεπερνώ αντιμετωπίζω
- übertreffen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)ξεπερνώ σε απόδοσηüberflügeln, überragenξεπερνώ σε απόδοσηξεπερνώ σε απόδοση
- überragenξεπερνώ είμαι ψηλότεροςξεπερνώ είμαι ψηλότερος
- überschreiten, übersteigenξεπερνώ υπερβαίνωξεπερνώ υπερβαίνω
- meisternξεπερνώ κρίσηξεπερνώ κρίση