ξεγράφω
[kseˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (aus)streichenξεγράφω σβήνωξεγράφω σβήνω
- ignorierenξεγράφω αγνοώξεγράφω αγνοώ
- abschreibenξεγράφω δίνω ελάχιστες ελπίδες ζωήςξεγράφω δίνω ελάχιστες ελπίδες ζωής
- aus seinem Gedächtnis streichenξεγράφω ξεχνώξεγράφω ξεχνώ
- löschenξεγράφω κασέτες ήχου, εικόναςξεγράφω κασέτες ήχου, εικόνας