„ξανανοίγω“: αμετάβατο ρήμα ξανανοίγω [ksanaˈniɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wieder eröffnen wieder eröffnen ξανανοίγω ξανανοίγω Beispiele ξανανοίγω το φάκελο den Fall wieder aufrollen ξανανοίγω το φάκελο