νηκτικός
[niktiˈkos], νηκτική, νηκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- νηκτική κύστηθηλυκό | Femininum, weiblich f ζωολογία | ZoologieζωολSchwimmblaseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νηκτική μεμβράνηθηλυκό | Femininum, weiblich f ζωολογία | ZoologieζωολSchwimmhautθηλυκό | Femininum, weiblich f