„μπουνάτσα“: θηλυκό μπουνάτσα [buˈnatsa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Flaute Flauteθηλυκό | Femininum, weiblich f μπουνάτσα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ μπουνάτσα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ