„μπουμπουνίζει“: απρόσωπο ρήμα μπουμπουνίζει [bumbuˈnizi]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <-σε> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) es donnert es donnert μπουμπουνίζει μπουμπουνίζει