μπλέξιμο
[ˈbleksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich fμπλέξιμο περιπλοκήμπλέξιμο περιπλοκή
- Involvierungθηλυκό | Femininum, weiblich fμπλέξιμο σε αγώνα, σκάνδαλομπλέξιμο σε αγώνα, σκάνδαλο
- Affäreθηλυκό | Femininum, weiblich fμπλέξιμο ερωτική σχέσημπλέξιμο ερωτική σχέση