„μπισκότο“: ουδέτερο μπισκότο [bisˈkoto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Keks, Plätzchen Keksαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπισκότο Plätzchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπισκότο μπισκότο Beispiele μπισκότο σκύλου Hundekuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπισκότο σκύλου