„μπάτσος“: αρσενικό μπάτσος [ˈbatsos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Ohrfeige, Bulle Ohrfeigeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπάτσος μπάτσος Bulleαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπάτσος αστυνομικός μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ μπάτσος αστυνομικός μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ