μονόπλευρος
[moˈnoplevros], μονόπλευρη, μονόπλευροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- einseitigμονόπλευροςμονόπλευρος
- parteiischμονόπλευρος μεροληπτικόςμονόπλευρος μεροληπτικός