„μονοκόμματος“ μονοκόμματος [monoˈkomatos], μονοκόμματη, μονοκόμματοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) einteilig, steif, starr, einseitig, steif einteilig μονοκόμματος μονοκόμματος steif, starr, einseitig μονοκόμματος άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ μονοκόμματος άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ steif μονοκόμματος βάδισμα μονοκόμματος βάδισμα