„μονοιασμένος“ μονοιασμένος [moɲazˈmenos], μονοιασμένη, μονοιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) einig, geeint einig, geeint μονοιασμένος μονοιασμένος