„μονοζυγωτικός“ μονοζυγωτικός [monoziɣotiˈkos], μονοζυγωτική, μονοζυγωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) eineiig eineiig μονοζυγωτικός δίδυμοι μονοζυγωτικός δίδυμοι