μικροσκοπικά
[mikroskopiˈka]επίρρημα | Adverb advÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mikroskopischμικροσκοπικάμικροσκοπικά
- klitzekleinμικροσκοπικά οικείο | umgangssprachlichοικμικροσκοπικά οικείο | umgangssprachlichοικ