„μεταλλοφόρος“ μεταλλοφόρος [metaloˈforos], μεταλλοφόρος, μεταλλοφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erzhaltig erzhaltig μεταλλοφόρος μεταλλοφόρος