„μετάβαση“: θηλυκό μετάβαση [meˈtavasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Hinweg, Hinfahrt, Übergang Hinwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετάβαση ως πεζός μετάβαση ως πεζός Hinfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f μετάβαση με αυτοκίνητο μετάβαση με αυτοκίνητο Übergangαρσενικό | Maskulinum, männlich m μετάβαση από μια κατάσταση στην άλλη μετάβαση από μια κατάσταση στην άλλη Beispiele μετάβαση με επιστροφή Hin- und Rückfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f μετάβαση με επιστροφή