μελάνωμα
[meˈlanoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Melanomουδέτερο | Neutrum, sächlich nμελάνωμα ιατρική | Medizinιατρμελάνωμα ιατρική | Medizinιατρ
- Einfärbungθηλυκό | Femininum, weiblich fμελάνωμα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρμελάνωμα τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ