μαύρος
[ˈmavros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μαύρη, μαύροÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- schwarzμαύρος κ. χιούμορ πολιτική | Politikπολιτμαύρος κ. χιούμορ πολιτική | Politikπολιτ
- μαύρος από τον ήλιο
- rotμαύρος κρασίμαύρος κρασί
- μαύρος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
Beispiele
- μαύρα χρήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplSchwarzgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
μαύρος
[ˈmavros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)