„μαύρισμα“: ουδέτερο μαύρισμα [ˈmavrizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Schwarzwerden, Bräune Schwarzwerdenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαύρισμα μαύρισμα (Sonnen-)Bräuneθηλυκό | Femininum, weiblich f μαύρισμα από τον ήλιο μαύρισμα από τον ήλιο