μαρινάτος
[mariˈnatos], μαρινάτη, μαρινάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- mariniertμαρινάτος γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρμαρινάτος γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
Beispiele
- μαρινάτη ρέγκαθηλυκό | Femininum, weiblich f γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρRollmopsαρσενικό | Maskulinum, männlich m