„μακιγιάρομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα μακιγιάρομαι [makjiˈjarome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich schminken sich schminken μακιγιάρομαι μακιγιάρομαι