λογοτεχνικός
[loɣotexniˈkos], λογοτεχνική, λογοτεχνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Literatur-λογοτεχνικόςλογοτεχνικός
- literarischλογοτεχνικόςλογοτεχνικός
Beispiele
- λογοτεχνικό βραβείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLiteraturpreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m